Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσενδίδωμι
προσένεγξις
προσενεκτέον
προσενέχομαι
προσενεχυράζω
προσενθυμέομαι
προσενθυμητέον
προσενίημι
προσεννέπω
προσεννοέω
προσενοχλέω
προσενόω
προσένστημα
προσένταξις
προσεντάττω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσεντυγχάνω
προσεντυπόω
προσενυβρίζω
προσενυφαίνω
View word page
προσενοχλέω
disturb
ShortDef
disturb
Debugging
Headword:
προσενοχλέω
Headword (normalized):
προσενοχλέω
Headword (normalized/stripped):
προσενοχλεω
IDX:
75277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75278
Key:
Data
{'content': 'disturb'}