Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσενδέχομαι
προσενδίδωμι
προσένεγξις
προσενεκτέον
προσενέχομαι
προσενεχυράζω
προσενθυμέομαι
προσενθυμητέον
προσενίημι
προσεννέπω
προσεννοέω
προσενοχλέω
προσενόω
προσένστημα
προσένταξις
προσεντάττω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσεντυγχάνω
προσεντυπόω
προσενυβρίζω
View word page
προσεννοέω
to think on, observe besides

ShortDef

to think on, observe besides

Debugging

Headword:
προσεννοέω
Headword (normalized):
προσεννοέω
Headword (normalized/stripped):
προσεννοεω
IDX:
75276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75277
Key:

Data

{'content': 'to think on, observe besides'}