Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσενδείκνυμαι
προσενδέχομαι
προσενδίδωμι
προσένεγξις
προσενεκτέον
προσενέχομαι
προσενεχυράζω
προσενθυμέομαι
προσενθυμητέον
προσενίημι
προσεννέπω
προσεννοέω
προσενοχλέω
προσενόω
προσένστημα
προσένταξις
προσεντάττω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσεντυγχάνω
προσεντυπόω
View word page
προσεννέπω
to address, accost

ShortDef

to address, accost

Debugging

Headword:
προσεννέπω
Headword (normalized):
προσεννέπω
Headword (normalized/stripped):
προσεννεπω
IDX:
75275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75276
Key:

Data

{'content': 'to address, accost'}