Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεμφυσιόω
προσεμφύω
προσέναγχος
προσεναλείφω
προσενδαψιλεύομαι
προσενδείκνυμαι
προσενδέχομαι
προσενδίδωμι
προσένεγξις
προσενεκτέον
προσενέχομαι
προσενεχυράζω
προσενθυμέομαι
προσενθυμητέον
προσενίημι
προσεννέπω
προσεννοέω
προσενοχλέω
προσενόω
προσένστημα
προσένταξις
View word page
προσενέχομαι
to be holden by, in the grip of

ShortDef

to be holden by, in the grip of

Debugging

Headword:
προσενέχομαι
Headword (normalized):
προσενέχομαι
Headword (normalized/stripped):
προσενεχομαι
IDX:
75270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75271
Key:

Data

{'content': 'to be holden by, in the grip of'}