Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσεμφυσάω
προσεμφυσιόω
προσεμφύω
προσέναγχος
προσεναλείφω
προσενδαψιλεύομαι
προσενδείκνυμαι
προσενδέχομαι
προσενδίδωμι
προσένεγξις
προσενεκτέον
προσενέχομαι
προσενεχυράζω
προσενθυμέομαι
προσενθυμητέον
προσενίημι
προσεννέπω
προσεννοέω
προσενοχλέω
προσενόω
προσένστημα
View word page
προσενεκτέον
one must apply, administer, offer
ShortDef
one must apply, administer, offer
Debugging
Headword:
προσενεκτέον
Headword (normalized):
προσενεκτέον
Headword (normalized/stripped):
προσενεκτεον
IDX:
75269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75270
Key:
Data
{'content': 'one must apply, administer, offer'}