Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσεμφράσσω
προσεμφυσάω
προσεμφυσιόω
προσεμφύω
προσέναγχος
προσεναλείφω
προσενδαψιλεύομαι
προσενδείκνυμαι
προσενδέχομαι
προσενδίδωμι
προσένεγξις
προσενεκτέον
προσενέχομαι
προσενεχυράζω
προσενθυμέομαι
προσενθυμητέον
προσενίημι
προσεννέπω
προσεννοέω
προσενοχλέω
προσενόω
View word page
προσένεγξις
income
ShortDef
income
Debugging
Headword:
προσένεγξις
Headword (normalized):
προσένεγξις
Headword (normalized/stripped):
προσενεγξις
IDX:
75268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75269
Key:
Data
{'content': 'income'}