Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεμφορέω
προσεμφορητέον
προσεμφράσσω
προσεμφυσάω
προσεμφυσιόω
προσεμφύω
προσέναγχος
προσεναλείφω
προσενδαψιλεύομαι
προσενδείκνυμαι
προσενδέχομαι
προσενδίδωμι
προσένεγξις
προσενεκτέον
προσενέχομαι
προσενεχυράζω
προσενθυμέομαι
προσενθυμητέον
προσενίημι
προσεννέπω
προσεννοέω
View word page
προσενδέχομαι
undertake as well

ShortDef

undertake as well

Debugging

Headword:
προσενδέχομαι
Headword (normalized):
προσενδέχομαι
Headword (normalized/stripped):
προσενδεχομαι
IDX:
75266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75267
Key:

Data

{'content': 'undertake as well'}