Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνήπυστος
ἀνηπύω
ἀνήρ
ἀνηρέμητος
ἀνηρεοί
ἀνηρεφής
ἀνήροτος
ἀνηρτημένως
ἀνησιδώρα
ἄνηστος
ἀνήσυχος
ἀνήφαιστος
ἀνηχέω
ἀνθαιρέομαι
ἀνθαίρεσις
ἀνθαιρετιστής
ἀνθαλίσκομαι
ἀνθαμαρτάνω
ἀνθαμιλλάομαι
ἀνθάμιλλος
ἀνθάπτομαι
View word page
ἀνήσυχος
inquietus

ShortDef

inquietus

Debugging

Headword:
ἀνήσυχος
Headword (normalized):
ἀνήσυχος
Headword (normalized/stripped):
ανησυχος
IDX:
7525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7526
Key:

Data

{'content': 'inquietus'}