Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεμπίπτω
προσεμπλάσσω
προσεμπολάω
προσεμπονέω
προσεμφαίνομαι
προσεμφανίζω
προσεμφέρεια
προσεμφερής
προσεμφέρω
προσεμφορέω
προσεμφορητέον
προσεμφράσσω
προσεμφυσάω
προσεμφυσιόω
προσεμφύω
προσέναγχος
προσεναλείφω
προσενδαψιλεύομαι
προσενδείκνυμαι
προσενδέχομαι
προσενδίδωμι
View word page
προσεμφορητέον
one must put into

ShortDef

one must put into

Debugging

Headword:
προσεμφορητέον
Headword (normalized):
προσεμφορητέον
Headword (normalized/stripped):
προσεμφορητεον
IDX:
75257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75258
Key:

Data

{'content': 'one must put into'}