Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεμπίπρημι
προσεμπίπτω
προσεμπλάσσω
προσεμπολάω
προσεμπονέω
προσεμφαίνομαι
προσεμφανίζω
προσεμφέρεια
προσεμφερής
προσεμφέρω
προσεμφορέω
προσεμφορητέον
προσεμφράσσω
προσεμφυσάω
προσεμφυσιόω
προσεμφύω
προσέναγχος
προσεναλείφω
προσενδαψιλεύομαι
προσενδείκνυμαι
προσενδέχομαι
View word page
προσεμφορέω
put in in addition

ShortDef

put in in addition

Debugging

Headword:
προσεμφορέω
Headword (normalized):
προσεμφορέω
Headword (normalized/stripped):
προσεμφορεω
IDX:
75256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75257
Key:

Data

{'content': 'put in in addition'}