Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνηπλωμένως
ἀνήπυστος
ἀνηπύω
ἀνήρ
ἀνηρέμητος
ἀνηρεοί
ἀνηρεφής
ἀνήροτος
ἀνηρτημένως
ἀνησιδώρα
ἄνηστος
ἀνήσυχος
ἀνήφαιστος
ἀνηχέω
ἀνθαιρέομαι
ἀνθαίρεσις
ἀνθαιρετιστής
ἀνθαλίσκομαι
ἀνθαμαρτάνω
ἀνθαμιλλάομαι
ἀνθάμιλλος
View word page
ἄνηστος
unspun
ShortDef
unspun
Debugging
Headword:
ἄνηστος
Headword (normalized):
ἄνηστος
Headword (normalized/stripped):
ανηστος
IDX:
7524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7525
Key:
Data
{'content': 'unspun'}