Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεμβλέπω
προσεμβρεκτέον
προσεμβρέχω
προσεμβριμάομαι
προσεμπαίω
προσεμπάσσω
προσεμπεδόω
προσεμπικραίνομαι
προσεμπίπρημι
προσεμπίπτω
προσεμπλάσσω
προσεμπολάω
προσεμπονέω
προσεμφαίνομαι
προσεμφανίζω
προσεμφέρεια
προσεμφερής
προσεμφέρω
προσεμφορέω
προσεμφορητέον
προσεμφράσσω
View word page
προσεμπλάσσω
mix in

ShortDef

mix in

Debugging

Headword:
προσεμπλάσσω
Headword (normalized):
προσεμπλάσσω
Headword (normalized/stripped):
προσεμπλασσω
IDX:
75248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75249
Key:

Data

{'content': 'mix in'}