Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσελπίζω
προσελυτρόω
προσελώδης
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμβατεύω
προσεμβλέπω
προσεμβρεκτέον
προσεμβρέχω
προσεμβριμάομαι
προσεμπαίω
προσεμπάσσω
προσεμπεδόω
προσεμπικραίνομαι
προσεμπίπρημι
προσεμπίπτω
προσεμπλάσσω
προσεμπολάω
προσεμπονέω
προσεμφαίνομαι
προσεμφανίζω
View word page
προσεμπαίω
sting
ShortDef
sting
Debugging
Headword:
προσεμπαίω
Headword (normalized):
προσεμπαίω
Headword (normalized/stripped):
προσεμπαιω
IDX:
75242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75243
Key:
Data
{'content': 'sting'}