Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσελλείπω
προσελπίζω
προσελυτρόω
προσελώδης
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμβατεύω
προσεμβλέπω
προσεμβρεκτέον
προσεμβρέχω
προσεμβριμάομαι
προσεμπαίω
προσεμπάσσω
προσεμπεδόω
προσεμπικραίνομαι
προσεμπίπρημι
προσεμπίπτω
προσεμπλάσσω
προσεμπολάω
προσεμπονέω
προσεμφαίνομαι
View word page
προσεμβριμάομαι
threaten besides

ShortDef

threaten besides

Debugging

Headword:
προσεμβριμάομαι
Headword (normalized):
προσεμβριμάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεμβριμαομαι
IDX:
75241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75242
Key:

Data

{'content': 'threaten besides'}