Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσελευστέον
προσέληνος
προσέλκω
προσελλείπω
προσελπίζω
προσελυτρόω
προσελώδης
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμβατεύω
προσεμβλέπω
προσεμβρεκτέον
προσεμβρέχω
προσεμβριμάομαι
προσεμπαίω
προσεμπάσσω
προσεμπεδόω
προσεμπικραίνομαι
προσεμπίπρημι
προσεμπίπτω
προσεμπλάσσω
View word page
προσεμβλέπω
to look into besides

ShortDef

to look into besides

Debugging

Headword:
προσεμβλέπω
Headword (normalized):
προσεμβλέπω
Headword (normalized/stripped):
προσεμβλεπω
IDX:
75238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75239
Key:

Data

{'content': 'to look into besides'}