Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσέλευσις
προσελευστέον
προσέληνος
προσέλκω
προσελλείπω
προσελπίζω
προσελυτρόω
προσελώδης
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμβατεύω
προσεμβλέπω
προσεμβρεκτέον
προσεμβρέχω
προσεμβριμάομαι
προσεμπαίω
προσεμπάσσω
προσεμπεδόω
προσεμπικραίνομαι
προσεμπίπρημι
προσεμπίπτω
View word page
προσεμβατεύω
continue dalliance

ShortDef

continue dalliance

Debugging

Headword:
προσεμβατεύω
Headword (normalized):
προσεμβατεύω
Headword (normalized/stripped):
προσεμβατευω
IDX:
75237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75238
Key:

Data

{'content': 'continue dalliance'}