Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσελαφρύνω
προσέλευσις
προσελευστέον
προσέληνος
προσέλκω
προσελλείπω
προσελπίζω
προσελυτρόω
προσελώδης
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμβατεύω
προσεμβλέπω
προσεμβρεκτέον
προσεμβρέχω
προσεμβριμάομαι
προσεμπαίω
προσεμπάσσω
προσεμπεδόω
προσεμπικραίνομαι
προσεμπίπρημι
View word page
προσεμβάλλω
to throw

ShortDef

to throw

Debugging

Headword:
προσεμβάλλω
Headword (normalized):
προσεμβάλλω
Headword (normalized/stripped):
προσεμβαλλω
IDX:
75236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75237
Key:

Data

{'content': 'to throw'}