Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσελαύνω
προσελαφρύνω
προσέλευσις
προσελευστέον
προσέληνος
προσέλκω
προσελλείπω
προσελπίζω
προσελυτρόω
προσελώδης
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμβατεύω
προσεμβλέπω
προσεμβρεκτέον
προσεμβρέχω
προσεμβριμάομαι
προσεμπαίω
προσεμπάσσω
προσεμπεδόω
προσεμπικραίνομαι
View word page
προσεμβαίνω
to step upon, trample on

ShortDef

to step upon, trample on

Debugging

Headword:
προσεμβαίνω
Headword (normalized):
προσεμβαίνω
Headword (normalized/stripped):
προσεμβαινω
IDX:
75235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75236
Key:

Data

{'content': 'to step upon, trample on'}