Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεκφοβέω
προσεκφυτεύω
προσεκχλευάζω
προσέλασις
προσελαύνω
προσελαφρύνω
προσέλευσις
προσελευστέον
προσέληνος
προσέλκω
προσελλείπω
προσελπίζω
προσελυτρόω
προσελώδης
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμβατεύω
προσεμβλέπω
προσεμβρεκτέον
προσεμβρέχω
προσεμβριμάομαι
View word page
προσελλείπω
to be still wanting

ShortDef

to be still wanting

Debugging

Headword:
προσελλείπω
Headword (normalized):
προσελλείπω
Headword (normalized/stripped):
προσελλειπω
IDX:
75231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75232
Key:

Data

{'content': 'to be still wanting'}