Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεκφέρω
προσεκφοβέω
προσεκφυτεύω
προσεκχλευάζω
προσέλασις
προσελαύνω
προσελαφρύνω
προσέλευσις
προσελευστέον
προσέληνος
προσέλκω
προσελλείπω
προσελπίζω
προσελυτρόω
προσελώδης
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμβατεύω
προσεμβλέπω
προσεμβρεκτέον
προσεμβρέχω
View word page
προσέλκω
to draw towards, draw on

ShortDef

to draw towards, draw on

Debugging

Headword:
προσέλκω
Headword (normalized):
προσέλκω
Headword (normalized/stripped):
προσελκω
IDX:
75230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75231
Key:

Data

{'content': 'to draw towards, draw on'}