Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνήνυτος
ἀνήνωρ
ἀνηπλωμένως
ἀνήπυστος
ἀνηπύω
ἀνήρ
ἀνηρέμητος
ἀνηρεοί
ἀνηρεφής
ἀνήροτος
ἀνηρτημένως
ἀνησιδώρα
ἄνηστος
ἀνήσυχος
ἀνήφαιστος
ἀνηχέω
ἀνθαιρέομαι
ἀνθαίρεσις
ἀνθαιρετιστής
ἀνθαλίσκομαι
ἀνθαμαρτάνω
View word page
ἀνηρτημένως
disconnectedly, incoherently
ShortDef
disconnectedly, incoherently
Debugging
Headword:
ἀνηρτημένως
Headword (normalized):
ἀνηρτημένως
Headword (normalized/stripped):
ανηρτημενως
IDX:
7522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7523
Key:
Data
{'content': 'disconnectedly, incoherently'}