Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεκτραχηλίζω
προσεκτυφλόω
προσεκφέρω
προσεκφοβέω
προσεκφυτεύω
προσεκχλευάζω
προσέλασις
προσελαύνω
προσελαφρύνω
προσέλευσις
προσελευστέον
προσέληνος
προσέλκω
προσελλείπω
προσελπίζω
προσελυτρόω
προσελώδης
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμβατεύω
προσεμβλέπω
View word page
προσελευστέον
one must go in for

ShortDef

one must go in for

Debugging

Headword:
προσελευστέον
Headword (normalized):
προσελευστέον
Headword (normalized/stripped):
προσελευστεον
IDX:
75228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75229
Key:

Data

{'content': 'one must go in for'}