Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκτραχηλίζω
προσεκτυφλόω
προσεκφέρω
προσεκφοβέω
προσεκφυτεύω
προσεκχλευάζω
προσέλασις
προσελαύνω
προσελαφρύνω
προσέλευσις
προσελευστέον
προσέληνος
προσέλκω
προσελλείπω
προσελπίζω
προσελυτρόω
προσελώδης
προσεμβαίνω
View word page
προσελαύνω
to drive

ShortDef

to drive

Debugging

Headword:
προσελαύνω
Headword (normalized):
προσελαύνω
Headword (normalized/stripped):
προσελαυνω
IDX:
75225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75226
Key:

Data

{'content': 'to drive'}