Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεκτίθημι
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκτραχηλίζω
προσεκτυφλόω
προσεκφέρω
προσεκφοβέω
προσεκφυτεύω
προσεκχλευάζω
προσέλασις
προσελαύνω
προσελαφρύνω
προσέλευσις
προσελευστέον
προσέληνος
προσέλκω
προσελλείπω
προσελπίζω
προσελυτρόω
προσελώδης
View word page
προσέλασις
driving up

ShortDef

driving up

Debugging

Headword:
προσέλασις
Headword (normalized):
προσέλασις
Headword (normalized/stripped):
προσελασις
IDX:
75224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75225
Key:

Data

{'content': 'driving up'}