Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεκτέος
προσεκτίθημι
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκτραχηλίζω
προσεκτυφλόω
προσεκφέρω
προσεκφοβέω
προσεκφυτεύω
προσεκχλευάζω
προσέλασις
προσελαύνω
προσελαφρύνω
προσέλευσις
προσελευστέον
προσέληνος
προσέλκω
προσελλείπω
προσελπίζω
προσελυτρόω
View word page
προσεκχλευάζω
to ridicule besides

ShortDef

to ridicule besides

Debugging

Headword:
προσεκχλευάζω
Headword (normalized):
προσεκχλευάζω
Headword (normalized/stripped):
προσεκχλευαζω
IDX:
75223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75224
Key:

Data

{'content': 'to ridicule besides'}