Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσεκτέον
προσεκτέος
προσεκτίθημι
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκτραχηλίζω
προσεκτυφλόω
προσεκφέρω
προσεκφοβέω
προσεκφυτεύω
προσεκχλευάζω
προσέλασις
προσελαύνω
προσελαφρύνω
προσέλευσις
προσελευστέον
προσέληνος
προσέλκω
προσελλείπω
προσελπίζω
View word page
προσεκφυτεύω
plant as well
ShortDef
plant as well
Debugging
Headword:
προσεκφυτεύω
Headword (normalized):
προσεκφυτεύω
Headword (normalized/stripped):
προσεκφυτευω
IDX:
75222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75223
Key:
Data
{'content': 'plant as well'}