Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεκταπεινόω
προσεκταράσσω
προσεκτείνω
προσεκτέον
προσεκτέος
προσεκτίθημι
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκτραχηλίζω
προσεκτυφλόω
προσεκφέρω
προσεκφοβέω
προσεκφυτεύω
προσεκχλευάζω
προσέλασις
προσελαύνω
προσελαφρύνω
προσέλευσις
προσελευστέον
προσέληνος
View word page
προσεκτυφλόω
blind outright besides

ShortDef

blind outright besides

Debugging

Headword:
προσεκτυφλόω
Headword (normalized):
προσεκτυφλόω
Headword (normalized/stripped):
προσεκτυφλοω
IDX:
75219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75220
Key:

Data

{'content': 'blind outright besides'}