Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεκπυρόω
προσεκσπάω
προσεκταπεινόω
προσεκταράσσω
προσεκτείνω
προσεκτέον
προσεκτέος
προσεκτίθημι
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκτραχηλίζω
προσεκτυφλόω
προσεκφέρω
προσεκφοβέω
προσεκφυτεύω
προσεκχλευάζω
προσέλασις
προσελαύνω
προσελαφρύνω
προσέλευσις
View word page
προσεκτίνω
to pay in addition

ShortDef

to pay in addition

Debugging

Headword:
προσεκτίνω
Headword (normalized):
προσεκτίνω
Headword (normalized/stripped):
προσεκτινω
IDX:
75217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75218
Key:

Data

{'content': 'to pay in addition'}