Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεκπρίασθαι
προσεκπυρόω
προσεκσπάω
προσεκταπεινόω
προσεκταράσσω
προσεκτείνω
προσεκτέον
προσεκτέος
προσεκτίθημι
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκτραχηλίζω
προσεκτυφλόω
προσεκφέρω
προσεκφοβέω
προσεκφυτεύω
προσεκχλευάζω
προσέλασις
προσελαύνω
προσελαφρύνω
View word page
προσεκτίλλω
to pluck out besides

ShortDef

to pluck out besides

Debugging

Headword:
προσεκτίλλω
Headword (normalized):
προσεκτίλλω
Headword (normalized/stripped):
προσεκτιλλω
IDX:
75216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75217
Key:

Data

{'content': 'to pluck out besides'}