Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσεκποτέον
προσεκπρίασθαι
προσεκπυρόω
προσεκσπάω
προσεκταπεινόω
προσεκταράσσω
προσεκτείνω
προσεκτέον
προσεκτέος
προσεκτίθημι
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκτραχηλίζω
προσεκτυφλόω
προσεκφέρω
προσεκφοβέω
προσεκφυτεύω
προσεκχλευάζω
προσέλασις
προσελαύνω
View word page
προσεκτικός
attentive
ShortDef
attentive
Debugging
Headword:
προσεκτικός
Headword (normalized):
προσεκτικός
Headword (normalized/stripped):
προσεκτικος
IDX:
75215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75216
Key:
Data
{'content': 'attentive'}