Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεκπορίζω
προσεκποτέον
προσεκπρίασθαι
προσεκπυρόω
προσεκσπάω
προσεκταπεινόω
προσεκταράσσω
προσεκτείνω
προσεκτέον
προσεκτέος
προσεκτίθημι
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκτραχηλίζω
προσεκτυφλόω
προσεκφέρω
προσεκφοβέω
προσεκφυτεύω
προσεκχλευάζω
προσέλασις
View word page
προσεκτίθημι
exhibit

ShortDef

exhibit

Debugging

Headword:
προσεκτίθημι
Headword (normalized):
προσεκτίθημι
Headword (normalized/stripped):
προσεκτιθημι
IDX:
75214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75215
Key:

Data

{'content': 'exhibit'}