Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεκπονέω
προσεκπορίζω
προσεκποτέον
προσεκπρίασθαι
προσεκπυρόω
προσεκσπάω
προσεκταπεινόω
προσεκταράσσω
προσεκτείνω
προσεκτέον
προσεκτέος
προσεκτίθημι
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκτραχηλίζω
προσεκτυφλόω
προσεκφέρω
προσεκφοβέω
προσεκφυτεύω
προσεκχλευάζω
View word page
προσεκτέος
one must apply

ShortDef

one must apply

Debugging

Headword:
προσεκτέος
Headword (normalized):
προσεκτέος
Headword (normalized/stripped):
προσεκτεος
IDX:
75213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75214
Key:

Data

{'content': 'one must apply'}