Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσεκπνέω
προσεκπονέω
προσεκπορίζω
προσεκποτέον
προσεκπρίασθαι
προσεκπυρόω
προσεκσπάω
προσεκταπεινόω
προσεκταράσσω
προσεκτείνω
προσεκτέον
προσεκτέος
προσεκτίθημι
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκτραχηλίζω
προσεκτυφλόω
προσεκφέρω
προσεκφοβέω
προσεκφυτεύω
View word page
προσεκτέον
one must apply
ShortDef
one must apply
Debugging
Headword:
προσεκτέον
Headword (normalized):
προσεκτέον
Headword (normalized/stripped):
προσεκτεον
IDX:
75212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75213
Key:
Data
{'content': 'one must apply'}