Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεκπληρόω
προσεκπνέω
προσεκπονέω
προσεκπορίζω
προσεκποτέον
προσεκπρίασθαι
προσεκπυρόω
προσεκσπάω
προσεκταπεινόω
προσεκταράσσω
προσεκτείνω
προσεκτέον
προσεκτέος
προσεκτίθημι
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκτραχηλίζω
προσεκτυφλόω
προσεκφέρω
προσεκφοβέω
View word page
προσεκτείνω
extend further

ShortDef

extend further

Debugging

Headword:
προσεκτείνω
Headword (normalized):
προσεκτείνω
Headword (normalized/stripped):
προσεκτεινω
IDX:
75211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75212
Key:

Data

{'content': 'extend further'}