Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεκπλατύνω
προσεκπληρόω
προσεκπνέω
προσεκπονέω
προσεκπορίζω
προσεκποτέον
προσεκπρίασθαι
προσεκπυρόω
προσεκσπάω
προσεκταπεινόω
προσεκταράσσω
προσεκτείνω
προσεκτέον
προσεκτέος
προσεκτίθημι
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκτραχηλίζω
προσεκτυφλόω
προσεκφέρω
View word page
προσεκταράσσω
stir up still more

ShortDef

stir up still more

Debugging

Headword:
προσεκταράσσω
Headword (normalized):
προσεκταράσσω
Headword (normalized/stripped):
προσεκταρασσω
IDX:
75210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75211
Key:

Data

{'content': 'stir up still more'}