Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσεκπίπτω
προσεκπλατύνω
προσεκπληρόω
προσεκπνέω
προσεκπονέω
προσεκπορίζω
προσεκποτέον
προσεκπρίασθαι
προσεκπυρόω
προσεκσπάω
προσεκταπεινόω
προσεκταράσσω
προσεκτείνω
προσεκτέον
προσεκτέος
προσεκτίθημι
προσεκτικός
προσεκτίλλω
προσεκτίνω
προσεκτραχηλίζω
προσεκτυφλόω
View word page
προσεκταπεινόω
humble
ShortDef
humble
Debugging
Headword:
προσεκταπεινόω
Headword (normalized):
προσεκταπεινόω
Headword (normalized/stripped):
προσεκταπεινοω
IDX:
75209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75210
Key:
Data
{'content': 'humble'}