Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεκλοιδορέω
προσεκλύω
προσεκμαίνομαι
προσεκπέμπω
προσεκπίπτω
προσεκπλατύνω
προσεκπληρόω
προσεκπνέω
προσεκπονέω
προσεκπορίζω
προσεκποτέον
προσεκπρίασθαι
προσεκπυρόω
προσεκσπάω
προσεκταπεινόω
προσεκταράσσω
προσεκτείνω
προσεκτέον
προσεκτέος
προσεκτίθημι
προσεκτικός
View word page
προσεκποτέον
one must swallow as well

ShortDef

one must swallow as well

Debugging

Headword:
προσεκποτέον
Headword (normalized):
προσεκποτέον
Headword (normalized/stripped):
προσεκποτεον
IDX:
75205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75206
Key:

Data

{'content': 'one must swallow as well'}