Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεκλογίζομαι
προσεκλοιδορέω
προσεκλύω
προσεκμαίνομαι
προσεκπέμπω
προσεκπίπτω
προσεκπλατύνω
προσεκπληρόω
προσεκπνέω
προσεκπονέω
προσεκπορίζω
προσεκποτέον
προσεκπρίασθαι
προσεκπυρόω
προσεκσπάω
προσεκταπεινόω
προσεκταράσσω
προσεκτείνω
προσεκτέον
προσεκτέος
προσεκτίθημι
View word page
προσεκπορίζω
supply besides

ShortDef

supply besides

Debugging

Headword:
προσεκπορίζω
Headword (normalized):
προσεκπορίζω
Headword (normalized/stripped):
προσεκποριζω
IDX:
75204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75205
Key:

Data

{'content': 'supply besides'}