Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεκλεαίνω
προσεκλέγω
προσεκλογίζομαι
προσεκλοιδορέω
προσεκλύω
προσεκμαίνομαι
προσεκπέμπω
προσεκπίπτω
προσεκπλατύνω
προσεκπληρόω
προσεκπνέω
προσεκπονέω
προσεκπορίζω
προσεκποτέον
προσεκπρίασθαι
προσεκπυρόω
προσεκσπάω
προσεκταπεινόω
προσεκταράσσω
προσεκτείνω
προσεκτέον
View word page
προσεκπνέω
evaporate

ShortDef

evaporate

Debugging

Headword:
προσεκπνέω
Headword (normalized):
προσεκπνέω
Headword (normalized/stripped):
προσεκπνεω
IDX:
75202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75203
Key:

Data

{'content': 'evaporate'}