Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσεκκόπτω
προσεκλεαίνω
προσεκλέγω
προσεκλογίζομαι
προσεκλοιδορέω
προσεκλύω
προσεκμαίνομαι
προσεκπέμπω
προσεκπίπτω
προσεκπλατύνω
προσεκπληρόω
προσεκπνέω
προσεκπονέω
προσεκπορίζω
προσεκποτέον
προσεκπρίασθαι
προσεκπυρόω
προσεκσπάω
προσεκταπεινόω
προσεκταράσσω
προσεκτείνω
View word page
προσεκπληρόω
fill up
ShortDef
fill up
Debugging
Headword:
προσεκπληρόω
Headword (normalized):
προσεκπληρόω
Headword (normalized/stripped):
προσεκπληροω
IDX:
75201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75202
Key:
Data
{'content': 'fill up'}