Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεκκαλύπτω
προσέκκειμαι
προσεκκόπτω
προσεκλεαίνω
προσεκλέγω
προσεκλογίζομαι
προσεκλοιδορέω
προσεκλύω
προσεκμαίνομαι
προσεκπέμπω
προσεκπίπτω
προσεκπλατύνω
προσεκπληρόω
προσεκπνέω
προσεκπονέω
προσεκπορίζω
προσεκποτέον
προσεκπρίασθαι
προσεκπυρόω
προσεκσπάω
προσεκταπεινόω
View word page
προσεκπίπτω
fall out besides

ShortDef

fall out besides

Debugging

Headword:
προσεκπίπτω
Headword (normalized):
προσεκπίπτω
Headword (normalized/stripped):
προσεκπιπτω
IDX:
75199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75200
Key:

Data

{'content': 'fall out besides'}