Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγριοκάναβος
ἀγριοκάρυον
ἀγριοκινάρα
ἀγριοκύμινον
ἀγριολάχανα
ἀγριομέλιττα
ἀγριομυρίκη
ἀγριομύρμηξ
ἀγριόνους
ἀγριοπήγανον
ἀγριοποιέω
ἀγριοποιός
ἀγριόπρασον
ἀγριορίγανος
ἀγριόρροδον
ἄγριος
ἀγριοσίκυον
ἀγριοσταφίδες
ἀγριοσταφυλίτης
ἀγριότης
ἀγριόφαγρος
View word page
ἀγριοποιέω
to make wild
ShortDef
to make wild
Debugging
Headword:
ἀγριοποιέω
Headword (normalized):
ἀγριοποιέω
Headword (normalized/stripped):
αγριοποιεω
IDX:
751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-752
Key:
Data
{'content': 'to make wild'}