Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεκκαθαίρω
προσεκκαίω
προσεκκαλύπτω
προσέκκειμαι
προσεκκόπτω
προσεκλεαίνω
προσεκλέγω
προσεκλογίζομαι
προσεκλοιδορέω
προσεκλύω
προσεκμαίνομαι
προσεκπέμπω
προσεκπίπτω
προσεκπλατύνω
προσεκπληρόω
προσεκπνέω
προσεκπονέω
προσεκπορίζω
προσεκποτέον
προσεκπρίασθαι
προσεκπυρόω
View word page
προσεκμαίνομαι
become demented besides

ShortDef

become demented besides

Debugging

Headword:
προσεκμαίνομαι
Headword (normalized):
προσεκμαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεκμαινομαι
IDX:
75197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75198
Key:

Data

{'content': 'become demented besides'}