Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσεκθρῴσκω
προσεκκαθαίρω
προσεκκαίω
προσεκκαλύπτω
προσέκκειμαι
προσεκκόπτω
προσεκλεαίνω
προσεκλέγω
προσεκλογίζομαι
προσεκλοιδορέω
προσεκλύω
προσεκμαίνομαι
προσεκπέμπω
προσεκπίπτω
προσεκπλατύνω
προσεκπληρόω
προσεκπνέω
προσεκπονέω
προσεκπορίζω
προσεκποτέον
προσεκπρίασθαι
View word page
προσεκλύω
relax
ShortDef
relax
Debugging
Headword:
προσεκλύω
Headword (normalized):
προσεκλύω
Headword (normalized/stripped):
προσεκλυω
IDX:
75196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75197
Key:
Data
{'content': 'relax'}