Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεκδέρω
προσεκδιδάσκω
προσεκδίδωμι
προσεκθλίβω
προσεκθρῴσκω
προσεκκαθαίρω
προσεκκαίω
προσεκκαλύπτω
προσέκκειμαι
προσεκκόπτω
προσεκλεαίνω
προσεκλέγω
προσεκλογίζομαι
προσεκλοιδορέω
προσεκλύω
προσεκμαίνομαι
προσεκπέμπω
προσεκπίπτω
προσεκπλατύνω
προσεκπληρόω
προσεκπνέω
View word page
προσεκλεαίνω
triturate as well

ShortDef

triturate as well

Debugging

Headword:
προσεκλεαίνω
Headword (normalized):
προσεκλεαίνω
Headword (normalized/stripped):
προσεκλεαινω
IDX:
75192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75193
Key:

Data

{'content': 'triturate as well'}