Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεκδεκτέον
προσεκδέρω
προσεκδιδάσκω
προσεκδίδωμι
προσεκθλίβω
προσεκθρῴσκω
προσεκκαθαίρω
προσεκκαίω
προσεκκαλύπτω
προσέκκειμαι
προσεκκόπτω
προσεκλεαίνω
προσεκλέγω
προσεκλογίζομαι
προσεκλοιδορέω
προσεκλύω
προσεκμαίνομαι
προσεκπέμπω
προσεκπίπτω
προσεκπλατύνω
προσεκπληρόω
View word page
προσεκκόπτω
extirpate besides

ShortDef

extirpate besides

Debugging

Headword:
προσεκκόπτω
Headword (normalized):
προσεκκόπτω
Headword (normalized/stripped):
προσεκκοπτω
IDX:
75191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75192
Key:

Data

{'content': 'extirpate besides'}