Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεισφορά
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκβοάω
προσεκδεκτέον
προσεκδέρω
προσεκδιδάσκω
προσεκδίδωμι
προσεκθλίβω
προσεκθρῴσκω
προσεκκαθαίρω
προσεκκαίω
προσεκκαλύπτω
προσέκκειμαι
προσεκκόπτω
προσεκλεαίνω
προσεκλέγω
προσεκλογίζομαι
προσεκλοιδορέω
προσεκλύω
προσεκμαίνομαι
View word page
προσεκκαθαίρω
clear up further

ShortDef

clear up further

Debugging

Headword:
προσεκκαθαίρω
Headword (normalized):
προσεκκαθαίρω
Headword (normalized/stripped):
προσεκκαθαιρω
IDX:
75187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75188
Key:

Data

{'content': 'clear up further'}