Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεισφέρω
προσεισφορά
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκβοάω
προσεκδεκτέον
προσεκδέρω
προσεκδιδάσκω
προσεκδίδωμι
προσεκθλίβω
προσεκθρῴσκω
προσεκκαθαίρω
προσεκκαίω
προσεκκαλύπτω
προσέκκειμαι
προσεκκόπτω
προσεκλεαίνω
προσεκλέγω
προσεκλογίζομαι
προσεκλοιδορέω
προσεκλύω
View word page
προσεκθρῴσκω
eject semen at

ShortDef

eject semen at

Debugging

Headword:
προσεκθρῴσκω
Headword (normalized):
προσεκθρῴσκω
Headword (normalized/stripped):
προσεκθρωσκω
IDX:
75186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75187
Key:

Data

{'content': 'eject semen at'}