Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεισέρχομαι
προσεισευπορέω
προσεισκρίνω
προσεισοδιασμός
προσεισπράσσω
προσεισφέρω
προσεισφορά
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκβοάω
προσεκδεκτέον
προσεκδέρω
προσεκδιδάσκω
προσεκδίδωμι
προσεκθλίβω
προσεκθρῴσκω
προσεκκαθαίρω
προσεκκαίω
προσεκκαλύπτω
προσέκκειμαι
προσεκκόπτω
View word page
προσεκδεκτέον
one must understand

ShortDef

one must understand

Debugging

Headword:
προσεκδεκτέον
Headword (normalized):
προσεκδεκτέον
Headword (normalized/stripped):
προσεκδεκτεον
IDX:
75181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75182
Key:

Data

{'content': 'one must understand'}