Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσειλος
πρόσειμι
πρόσειμι2
προσείρομαι
προσείρω
προσεισάγω
προσεισδέχομαι
προσεισέρχομαι
προσεισευπορέω
προσεισκρίνω
προσεισοδιασμός
προσεισπράσσω
προσεισφέρω
προσεισφορά
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκβοάω
προσεκδεκτέον
προσεκδέρω
προσεκδιδάσκω
προσεκδίδωμι
View word page
προσεισοδιασμός
extra contribution

ShortDef

extra contribution

Debugging

Headword:
προσεισοδιασμός
Headword (normalized):
προσεισοδιασμός
Headword (normalized/stripped):
προσεισοδιασμος
IDX:
75174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75175
Key:

Data

{'content': 'extra contribution'}